παρατραβώ

παρατραβώ
παρατραβάω 1. μετ.
1) слишком сильно, чрезмерно тянуть, натягивать, дёргать; перетягивать;

παρατραβώ τό σκοινί — а) слишком сильно тянуть верёвку; — б) медлить, откладывать;

«тянуть резину» (разг ); е) выходить за рамки дозволенного;
2) перен. затягивать, тянуть;

μην την παρατραβας την κουβέντα — не затягивай разговор;

παρατραβώ την υπόθεση — затягивать дело;

3) преувеличивать; утрировать;
§ τό παρατράβηξες ты слишком далеко зашёл; 2. αμετ. затягиваться; долго длиться; παρατράβηξε η αρρώστεια болезнь затянулась

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παρατραβώ" в других словарях:

  • παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… …   Dictionary of Greek

  • παρατραβώ — παρατράβηξα, παρατραβήχτηκα, παρατραβηγμένος 1. μτβ., τραβώ, σέρνω, έλκω υπερβολικά: Το παρατράβηξες το σκοινί και κόπηκε. 2. παρατείνω χρονικά, μεγαλώνω τη διάρκεια: Την παρατραβήξαμε την επίσκεψη. 3. αμτβ., διαρκώ πολύ χρόνο: Παρατράβηξε η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατράβηγμα — το [παρατραβώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατραβώ, υπερβολική έλξη, υπερβολικό τέντωμα ή τράβηγμα 2. (για χρόνο) υπερβολική παράταση χρόνου …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • περιέλκω — ΜΑ 1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί («περιέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.) 2. περισπώ, αποσπώ την προσοχή («πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.) μσν. μεταστρέφω αρχ. 1. παρατραβώ, επιμηκύνω 2. ανατρέπω επιχείρημα 3. φρ. «περιέλκειν… …   Dictionary of Greek

  • παρατραβάω — (σπάν. παρατραβώ), παρατράβηξα, παρατραβηγμένος βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: παρατραβάω : η μτχ. παρατραβηγμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο, για να χαρακτηρίσει κάτι ως υπερβολικό, παράλογο, εξωπραγματικό …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολυτεντώνω — πολυτέντωσα, πολυτεντώθηκα, πολυτεντωμένος, τεντώνω πάνω απ όσο πρέπει, παρατραβώ: Μην πολυτεντώνεις το σκοινί (απόφευγε τις ακρότητες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»